καλοπόδαρος

καλοπόδαρος
-η, -ο
(για πρόσ.)
1. αυτός που έχει καλό ποδαρικό, που το πέρασμά του ή η είσοδός του κάπου φέρνει καλή τύχη, τυχερός, γουρλίδικος
2. (για τη μοίρα) τυχερή, καλότυχη («ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας», Φορτουν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοπόδαρος — η, ο αυτός που έχει καλό ποδαρικό, τυχερός: Σήμερα έκανα καλές δουλειές, γιατί μπήκε στο κατάστημά μου το πρωί ο γιατρός, που είναι καλοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπόδινος — καλοπόδινος, ον (Μ) καλοπόδαρος*, με καλό ποδαρικό. επίρρ... καλοποδίνως (Μ) με ευοίωνο τρόπο, ευτυχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”