- καλοπόδαρος
- -η, -ο(για πρόσ.)1. αυτός που έχει καλό ποδαρικό, που το πέρασμά του ή η είσοδός του κάπου φέρνει καλή τύχη, τυχερός, γουρλίδικος2. (για τη μοίρα) τυχερή, καλότυχη («ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας», Φορτουν.).
Dictionary of Greek. 2013.